sacré - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

sacré - translation to Αγγλικά


sacré         
sacred, sacral, holy; spiritual, religious
sacrer      
crown, consecrate, curse, bless
sacre         
n. coronation; consecration

Ορισμός

Sacre
·noun ·see Saker.
II. Sacre ·vt To Consecrate; to make sacred.

Βικιπαίδεια

Sacre
Le sacre est une cérémonie religieuse conférant à un souverain un caractère sacré (parfois même divin), le distinguant ainsi des autres laïcs. Cette sacralisation la rend ainsi distincte du couronnement qui est l'acte civil qui met le dernier sceau au contrat politique passé entre le prince et le peuple.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για sacré
1. Par contre, un bébé issu de leur fusion est sacré. Bien s$';r, la définition męme du «sacré» est arbitraire.
2. Survivance du chant sacré Une période tout ŕ fait propice, en ce sens quelle correspond ŕ la fin du mois sacré du Ramadhan.
3. Issue ŕ fuir ou ŕ rejoindre, selon l‘urticaire que provoquait, ou non, votre stature de vieux chęne genevois, de monstre sacré. De sacré monstre.
4. Titre du débat : «L‘apr';s–Chirac a commencé». Un sacré limier, ce Calvi, et qui a levé un sacré li';vre : Villepin et Sarkozy se tirent la bourre.
5. Le portier espagnol sera vraisemblablement sacré meilleur gardien de l’Euro.